- υπερκοπιάζω
- υπερκοπιώ (ο ) αμετ. переутомляться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υπερκοπιάζω — και υπερκοπιώ, άω, Ν υποβάλλομαι σε υπέρμετρους κόπους, καταπονούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + κοπιάζω / κοπιώ. Ο τ. ὑπερκοπιάζω μαρτυρείται από το 1887 στον Αλ. Μεταξά, ενώ ο τ. υπερκοπιώ, στον λόγιο τ. τής μτχ. ὑπερκοπιῶσα, από το 1887 στην… … Dictionary of Greek
υπερκοπιώ — άω, Ν βλ. υπερκοπιάζω … Dictionary of Greek